καλλιερώ — καλλιερῶ, έω (AM) παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση τής θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη αρχ. 1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῑς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν») 2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή,… … Dictionary of Greek
συγκαλλιερώ — έω, Α καλλιερώ* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλλιερῶ «θυσιάζω με ευνοϊκά σημάδια»] … Dictionary of Greek
ακαλλιέρητος — ἀκαλλιέρητος, ον (Α) [καλλιερῶ] ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131) … Dictionary of Greek
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
καλλιέρημα — καλλιέρημα, τὸ (AM) [καλλιερώ] ευπρόσδεκτη θυσία … Dictionary of Greek
καλλιέρησις — καλλιέρησις, ἡ (Α) [καλλιερώ] το να προσφέρει κάποιος ευπρόσδεκτη θυσία … Dictionary of Greek
καλλιερία — και δωρ. τ. καλλιαρία, ἡ (Α) [καλλιερώ] ευνοϊκή θυσία, η εύρεση αίσιων σημείων στο ήπαρ τού σφαγίου … Dictionary of Greek